- φυξάνωρ
- -ορος, ὁ, ἡ, Ααυτός ή αυτή που αποφεύγει τον γάμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυξ-ι- (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + -άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. στυγ-άνωρ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε φυξανορία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυξανορία — ἡ, Α η άρνηση για γάμο, η αποφυγή τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξ ι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + ανορία (< ᾱνωρ < ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. εὐ ανορία. Η λ. αποτελεί διόρθωση του τ. φυξάνοραν (βλ. φυξάνωρ)] … Dictionary of Greek